καπλαμάς

καπλαμάς
ο
(λ. τουρκ.), λεπτό φύλλο ξύλου ή μετάλλου που επικολλάται στην επιφάνεια επίπλων ή άλλων αντικειμένων για καλλωπισμό ή προφύλαξη: Αυτό είναι καπλαμάς από καρυδιά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • καπλαμάς — ο λεπτό επικάλυμμα από ξύλο, μέταλλο ή άλλο υλικό το οποίο επικολλάται ή καρφώνεται στην επιφάνεια επίπλων ή άλλων αντικειμένων για προφύλαξη ή καλλωπισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kaplama (< ρ. kaplamak)] …   Dictionary of Greek

  • έπιπλο — Κινητή ξύλινη ή μεταλλική κατασκευή ποικίλων χρήσεων. Η ιστορία των ε. είναι τόσο παλιά όσο σχεδόν ο κόσμος. Αν όμως το έ. εξεταστεί όχι μόνο από την πλευρά της χρησιμότητας αλλά και του διακοσμητικού χαρακτήρα του, η πραγματική ιστορική αρχή του …   Dictionary of Greek

  • επικόλλημα — το (Α ἐπικόλλημα) νεοελλ. πολύτιμο ξύλο που επικολλάται πάνω στην επιφάνεια κοινού ξύλου, καπλαμάς αρχ. αυτό που κολλιέται πάνω σε ένα αντικείμενο. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κόλλημα (< κολλώ)] …   Dictionary of Greek

  • καπλαντίζω — 1. επενδύω κάτι με καπλαμά 2. ντύνω πάπλωμα με σεντόνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kapladim, αόρ. τού ρ. kaplamak (βλ. καπλαμάς)] …   Dictionary of Greek

  • capama — CAPAMÁ, capamale, s.f. (Turcism înv.) Mâncare gătită din carne de miel (sau de pasăre) cu stafide. – Din tc. kapama. Trimis de valeriu, 11.02.2003. Sursa: DEX 98  capamá s. f., art. capamáua, g. d. art. capamálei; pl. capamále …   Dicționar Român

  • ακόλλητος — η, ο αυτός που δε συγκολλήθηκε: Μονάχα ο καπλαμάς του τραπεζιού έμενε ακόλλητος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”