καπλαμάς — ο λεπτό επικάλυμμα από ξύλο, μέταλλο ή άλλο υλικό το οποίο επικολλάται ή καρφώνεται στην επιφάνεια επίπλων ή άλλων αντικειμένων για προφύλαξη ή καλλωπισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kaplama (< ρ. kaplamak)] … Dictionary of Greek
έπιπλο — Κινητή ξύλινη ή μεταλλική κατασκευή ποικίλων χρήσεων. Η ιστορία των ε. είναι τόσο παλιά όσο σχεδόν ο κόσμος. Αν όμως το έ. εξεταστεί όχι μόνο από την πλευρά της χρησιμότητας αλλά και του διακοσμητικού χαρακτήρα του, η πραγματική ιστορική αρχή του … Dictionary of Greek
επικόλλημα — το (Α ἐπικόλλημα) νεοελλ. πολύτιμο ξύλο που επικολλάται πάνω στην επιφάνεια κοινού ξύλου, καπλαμάς αρχ. αυτό που κολλιέται πάνω σε ένα αντικείμενο. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κόλλημα (< κολλώ)] … Dictionary of Greek
καπλαντίζω — 1. επενδύω κάτι με καπλαμά 2. ντύνω πάπλωμα με σεντόνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kapladim, αόρ. τού ρ. kaplamak (βλ. καπλαμάς)] … Dictionary of Greek
capama — CAPAMÁ, capamale, s.f. (Turcism înv.) Mâncare gătită din carne de miel (sau de pasăre) cu stafide. – Din tc. kapama. Trimis de valeriu, 11.02.2003. Sursa: DEX 98 capamá s. f., art. capamáua, g. d. art. capamálei; pl. capamále … Dicționar Român
ακόλλητος — η, ο αυτός που δε συγκολλήθηκε: Μονάχα ο καπλαμάς του τραπεζιού έμενε ακόλλητος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)